Αθηνά Μακρατζάκη

H «ΘΥΣΙΑ» ΤΗΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ: Η Τέχνη της Θεραπείας και η Θεραπεία της Τέχνης

H «ΘΥΣΙΑ» ΤΗΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ: Η Τέχνη της Θεραπείας και η Θεραπεία της Τέχνης
Η «θυσία» που καλείται να κάνει ένας άνθρωπος μέσα απο τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας, είναι εξίσου έντονη και κρίσιμη με αυτή της τέχνης: καλείται ενσυνείδητα να θυσιάσει κομμάτια του τρόπου σκέψης και της γνώριμης συμπεριφοράς. Καλείται να αμφισβητήσει, να επαναπροσδιορίσει, να νοηματοδοτήσει ξανά, περνώντας συχνά μέσα από ένα δρόμο αβέβαιο ή αναπάντεχο. 

Στη ταινία «Θυσία» (Offret/ Sacrifice -1986) του Andrei Tarkovsky, ο πρωταγωνιστής Αλεξάντερ -ένας διανοούμενος, πρώην δημοσιογράφος, ηθοποιός και καθηγητής- αναζητά σε ένα μονόλογο την αλήθεια και το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης στο πέρασμα του χρόνου. Παρατηρούμε τον πρωταγωνιστή, έτοιμο να κάνει μια ύστατη θυσία ώστε να επιστρέψει η ανθρωπότητα στην “αθωότητα” και να αποτραπεί η πυρηνική καταστροφή από έναν επικείμενο παγκόσμιο πόλεμο.


H έννοια της «θυσίας» σήμερα μάλλον θα μπορούσε να λειτουργήσει περισσότερο ως συνειδητή παραμέριση μιας δικής μας ανάγκης και επιθυμίας προς όφελος ενός ανώτερου σκοπού. Είτε πιο συμβολικά, ως συνειδητή ανάγκη επανανοηματοδότησης του «παλιού» ή του οικείου και γνώριμου. Η μορφή που λαμβάνει η «θυσία» για κάθε άνθρωπο, έχει ένα σημαντικό υποκειμενικό στοιχείο το οποίο σχετίζεται με τις πεποιθήσεις, την ιδιοσυγκρασία και την επίγνωση αυτών.

Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης: «…σήμερα η ιδέα της θυσίας δεν έχει και τόσο φανατικούς οπαδούς-κανένας σχεδόν δε σκέφτεται να θυσιαστεί για κάτι ή για κάποιον άλλο. Τα επακόλουθα αυτής της απόφασης αποδεικνύονται κρίσιμα και αποφασιστικά: εννοώ τον έντονο εγωκεντρισμό που χαρακτηρίζει αναρίθμητες ανθρώπινες σχέσεις και επίσης τις σχέσεις μεταξύ γειτόνων χωρών, προπάντων όμως την απώλεια και την τελευταία δυνατότητα πνευματικής και όχι υλιστικής «προοόδου». Ο άνθρωπος χάνει κάθε ελπίδα για αξιοπρεπή ζωή».



Πώς συνδέεται η έννοια της «θυσίας» με τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας;

Η «θυσία» που καλείται να κάνει ένας άνθρωπος μέσα απο τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας, είναι εξίσου έντονη και κρίσιμη με αυτή της τέχνης: καλείται ενσυνείδητα να θυσιάσει κομμάτια του ίδιου του του εαυτού, του τρόπου σκέψης, των γνώριμων τρόπων, της αναμενόμενης συμπεριφοράς. Καλείται να αμφισβητήσει, να επαναπροσδιορίσει, να καταλάβει ξανά, να διαφοροποιηθεί, περνώντας συχνά μέσα από ένα δρόμο αβέβαιο ή αναπάντεχο. Άλλες φορές πιο δύσβατο, και άλλες πολύ πιο όμορφο απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί.

Στην ταινία «Offret», παρακολουθούμε την ιστορία μιας οικογένειας η οποία θα θορυβηθεί έντονα με την ανακοίνωση μια πυρηνικής απειλής εν όψει του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα μέλη της οικογένειας, καταρρέουν καθώς έρχονται αντιμέτωπα με το «τέλος», με τον ίδιο τρόπο που ένας άνθρωπος νιώθει να καταρρέει σαν οντότητα όταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα πλήγμα ή μια απώλεια που είναι πυρηνική για τον ίδιο.

Μετά την κατάρρευση, η μητέρα της οικογένειας μέσα σε ένα κλίμα σιωπής και αποδοχής μπορεί να δει πιο καθαρά τι της έχει συμβεί και τι ήταν αυτό που την ταρακούνησε τόσο πολύ : «Νομίζω τώρα ξέρω…νιώθω σα να ξύπνησα από ένα όνειρο μετά από ένα άλλο είδος ζωής. Για κάποιο λόγο πάντα αντιστεκόμουν. Πολεμούσα ενάντια σε κάτι. Αμυνόμουν σαν κάτι να έλεγε μέσα μου να μην υποχωρείς σε τίποτα, μη συμβιβαστείς με τίποτα αλλιώς θα πεθάνεις. Πόσο ανόητοι είμαστε τελικά».

Είναι η ίδια σιωπή και ηρεμία που προσφέρει η αποδοχή των καταστάσεων , με έναν τρόπο όχι παθητικό αλλά ενσυνείδητο. Μέσα από ένα δύσκολο δρόμο θα έρθουμε αντιμέτωποι με τη διάψευση των προσδοκιών μας, με την κατάρρευση αυτών για τα οποία είμαστε σίγουροι, με την αλλαγή της πορείας μας όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα, και με την έλευση καινούριων δεδομένων. Θα καταρρεύσει το παλιό και γνώριμο και θα κληθούμε να έρθουμε αντιμέτωποι με το νέο και αβέβαιο προκειμένου να επιβιώσουμε.



Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές πολλοί άνθρωποι θα απευθυνούν σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας και θα έρθουν σε επαφή -ίσως για πρώτη φορά- με μια συμβολική και περισσότερο εσωτερική έννοια μια προσωπικής «θυσίας»:  Όταν επιλέγεις να κάνεις ψυχοθεραπεία, επιλέγεις να έρθεις κοντά με την ευαλωτότητά σου. Επιλέγεις να έρθεις πιο κοντά στον πόνο σου, παρά να φύγεις μακριά από αυτόν. Επιλέγεις να βάλεις τον εαυτό σου σε διαδικασία αβεβαιότητας, αμφισβήτησης και επαναξιολόγησης, από το να χρησιμοποιήσεις όλη σου την ενέργεια στο να διατηρήσεις τη βεβαιότητα που έχεις για τα πράγματα, τη σκέψη και τη συμπεριφορά σου.

Επιλέγεις εθελοντικά, να εξετάσεις την πιθανότητα να κάνεις λάθος και να χρειαστεί να αλλάξεις κάτι. Και από την άλλη, μπορεί να χρειαστεί να εξετάσεις την πιθανότητα να μην είσαι λάθος, να χρειαστεί να σταθείς στα πόδια σου, να δυναμώσεις τις πεποιθήσεις σου, να στηρίξεις τον εαυτό σου και να θέσεις όρια. Σε κάθε περίπτωση, ρισκάρεις να «θυσιάσεις» το παλιό, γνώριμο, οικείο προκειμένου να έρθεις πιο κοντά σε κάτι αβέβαιο ακόμα σε σένα. Και αυτό περιλαμβάνει και το φόβο που προκύπτει από το άγνωστο ή το αβέβαιο.

Δεν έχουμε παρά να ταυτιστούμε με την απορία του πρωταγωνιστή: «πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα εάν δεν φοβόμασταν!»



Η ευκαιρία που δίνουμε στον εαυτό μας για αλλαγή, και η αξιοποίηση μιας δυσκολίας προς όφελός μας, είναι κάτι που πάντα θα με συγκινεί στους ανθρώπους που επιλέγουν να ξεκινήσουν την προσωπική τους θεραπεία, παρά τις -πολλές φορές εξαιρετικά άκαμπτες-άμυνές τους. Αυτή η προσωπική μας ενσυνείδητη «θυσία», είναι από μόνη της μια θαρραλέα και ηρωική πράξη.«Αγαπώ αυτούς που δεν αναζητούν πρώτα πέρα από τ’ άστρα λόγους για να δώσουν και για να θυσιαστούν, μα που θυσιάζονται οι ίδιοι πάνω στη Γη» (F. Nietzsche, “Τάδε έφη Ζαρατούστρα”)